πτητικός

πτητικός
η , ό[ν]
1) летающий; летучий; 2) летательный;

πτητική μηχανή — или συσκευή — летательный аппарат;

3. хим. летучий, улетучивающийся, легко испаряющийся;

πτητικες ουσίες — летучие вещества;

πτητικά έλαια — летучие масла


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πτητικός" в других словарях:

  • πτητικός — ή, ό / πτητικός, ή, όν, ΝΜΑ ο κατάλληλος για πτήση (α. «πτητική μηχανή» β. «τὰ γαμψώνυχα τῶν πτητικῶν», Αριστοτ. γ. «βαρέα καὶ μὴ πτητικά», Θεόφρ.) νεοελλ. 1. χημ. (σχετικά με υγρές ή στερεές ουσίες) αυτός που παρουσιάζει αυξημένη τάση να… …   Dictionary of Greek

  • πτητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην πτήση, ο ικανός ή κατάλληλος για πτήση: Πτητική μηχανή. 2. που εξατμίζεται ή εξαερώνεται γρήγορα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτητικά — πτητικός able to fly neut nom/voc/acc pl πτητικά̱ , πτητικός able to fly fem nom/voc/acc dual πτητικά̱ , πτητικός able to fly fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτητικῶν — πτητικός able to fly fem gen pl πτητικός able to fly masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτητικόν — πτητικός able to fly masc acc sg πτητικός able to fly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτητικοῖς — πτητικός able to fly masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτητικοί — πτητικός able to fly masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτητικούς — πτητικός able to fly masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτητικωτέροις — πτητικός able to fly masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτητικῶς — πτητικός able to fly adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπνευστός — ή, ό (Α διαπνευστός, ή, όν) ο πτητικός, αυτός που εύκολα εξαερώνεται …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»